- ευτονία
- η (ΑΜ εὐτονία) [εύτονος]σφρίγος, ζωηρότητα, δυναμικότητα, ισχύς, ρώμηνεοελλ.ιατρ. η υγιής και άρτια κατάσταση τών μυών τού σώματος, η σωματική ευεξίαμσν.η διάθεση για εργασία και δράσηαρχ.1. (ως ειδικός όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο τόνος*, η ενεργός δύναμη που ενυπάρχει στη φύση και στην ψυχή2. (για χαρακτήρα) η σταθερότητα, η καρτερία3. (κατά τον Ησύχ.) «ανεξικακία, καρτερία, υπομονή»4. (για ύφος) σθεναρότητα, δύναμη5. ελαστικότητα, ευκαμψία.
Dictionary of Greek. 2013.